ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΕΠΑΓΩΓΗ
Κατά το 17ο αιώνα η επιστημονική σκέψη εξελίσσεται και η νέα επιστήμη θριαμβεύει. Η αναβίωση της ατομικής θεωρίας, η ορθολογική θεμελίωση του μηχανικού μοντέλου της φύσης, τα επιτεύγματα της πειραματικής μεθόδου, η μετατροπή της φιλοσοφίας σε επιστημολογία και η ανάδειξη δύο σπουδαίων επιστημολογικών θεωριών (ορθολογισμού-εμπειρισμού) σηματοδοτούν τις κύριες κατευθύνσεις στη φυσική φιλοσοφία κατά το 17ο αιώνα.
Το ζήτημα της επαγωγής, η οποία χτίζει το γενικό ( την αιτιακή δηλαδή εξήγηση μιας ολόκληρης κατηγορίας φαινομένων) πάνω σ’ ένα υπόβαθρο συγκεκριμένων και επιμέρους παρατηρήσεων, διατηρεί την επικαιρότητά του από τα χρόνια της Επιστημονικής Επανάστασης μέχρι σήμερα.
Ο Francis Bacon είναι αυτός που σφραγίζει την αγγλοσαξονική επιστήμη, επεξεργαζόμενος το μοντέλο της επαγωγής. Η αριστοτελική λογική είναι κατ’ αυτόν ένα περίτεχνο φραστικό οικοδόμημα χωρίς στήριγμα, καθώς «χτίζει» μια μεταφυσική πάνω σε ισχνότατο πραγματολογικό υπόβαθρο.
Η επαγωγή γίνεται στη συνέχεια αντικείμενο συστηματικής πραγμάτευσης από φυσικούς και φιλοσόφους του 18ου αιώνα (Νεύτωνας, Λοκ). Ο βρετανικός εμπειρισμός/επαγωγισμός ενσωματώνει στην επιστημολογία του βασικές αρχές της νευτώνειας μεθοδολογίας, έρχεται όμως αντιμέτωπος με το πρόβλημα του σκεπτικισμού (Hume).
Αν όμως ο 17ος και ο 18ος αιώνας αποτέλεσαν το λίκνο της επιστημονικής σκέψης, η ώρα της θεμελίωσής της θα ερχόταν το 19ο αιώνα, που κυριαρχεί η ιδέα της αναπόφευκτης προόδου, η λατρεία της επιστήμης και τα μεγάλα επιτεύγματα. Ο θετικισμός κυριαρχεί και μετεξελίσσεται σε συστηματική φιλοσοφία της επιστημονικής γλώσσας μετά τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο.
Η επαγωγή φτάνει ν’ αποτελεί ένα από τα κεντρικά θέματα του Λογικού Θετικισμού στις αρχές του 20ου αιώνα. Τώρα όμως αποτελεί και τη σημαντικότερη παράμετρο της κρίσης του (ο Popper πρώτος διακήρυξε την ανάγκη να εκβληθούν οι ορθοδοξίες του θετικισμού και διαπίστωσε ότι το πρόβλημα της επαγωγής είναι άλυτο). Αναδεικνύεται, λοιπόν, ένας Κόσμος «σχετικός», που αλλάζει ανάλογα με την κίνηση του παρατηρητή. Οι βεβαιότητες κλονίζονται. Ύστερα από τους δύο πολέμους, τίποτα πια δεν είναι το ίδιο. Η ανάγκη για την επανεκτίμηση της ανθρώπινης ζωής συμπορεύεται με την εισαγωγή του υποκειμένου στο επίκεντρο της επιστημονικής σκέψης.
HUME ΚΑΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΩΓΗΣ
Ο Σκεπτικισμός αποτελεί κριτική στάση απέναντι στη δυνατότητα βέβαιης γνώσης και ορθής πράξης. Πρωτοσυνδέεται με τη διδασκαλία του Πύρρωνα από την Ήλιδα, που ήταν σύγχρονος του Αριστοτέλη.
Το 18ο αιώνα και παρά το γεγονός ότι η ανακάλυψη των αιτιακών σχέσεων αποτελούσε βασικό ενδιαφέρον της εποχής, ο Άγγλος φιλόσοφος Hume τις χαρακτήρισε απλές ανθρώπινες συμβάσεις. Γι αυτό διακήρυττε ότι, στην καλύτερη περίπτωση η επιστήμη μπορούσε να διατυπώσει πιθανές και όχι αναγκαστικά αληθείς αρχές.
Ο Hume, με άλλα λόγια, θέτει το θεμελιώδες γνωσιολογικό πρόβλημα της επαγωγής.
Ας παρακολουθήσουμε το συλλογισμό του:
Ο νους αναφέρεται μόνο στο εμπειρικό υλικό που έχουν αποθέσει μέσα του οι αισθήσεις. Η επιστήμη δεν αναζητεί κάτι πέρα και έξω από την εμπειρία αυτή. Η αιτιακή σχέση αποτελεί κατά τον Hume απλώς μια χρονική διαδοχή συμβάντων με εγγύτητα μέσα στο χώρο. Με λίγα λόγια δεν υπάρχει αντικειμενική συνάφεια μεταξύ των συμβάντων αλλά μια νοητική συνήθεια που τροφοδοτεί μια υποκειμενική πίστη ως προς την αιτιώδη σύνδεση αυτών των φαινομένων. Άρα, όλες οι θεωρητικές γενικεύσεις σχετικά με τον κόσμο έχουν πιθανολογικό χαρακτήρα. Και η ανθρώπινη αντιληπτικότητα είναι πεπερασμένη (αδυνατεί να έλθει σε αισθητηριακή επαφή με την απειρία των φυσικών πραγμάτων) αλλά και το μέλλον βρίσκεται εξ ορισμού εκτός εμπειρίας, άρα δεν είναι προβλεπτό με βεβαιότητα. Εξάλλου, ο Hume αμφισβητεί την ύπαρξη τόσο της πνευματικής όσο και της υλικής υπόστασης. Πιστεύει πως δεν υπάρχει αμετάβλητη και σταθερή προσωπικότητα. Μιλάει για «ένα σωρό διαφορετικά πράγματα, που περιέχονται στη συνείδηση και τα οποία διαδέχονται το ένα το άλλο με εκπληκτική ταχύτητα». Είναι δηλαδή σαν τις εικόνες πάνω στην οθόνη του κινηματογράφου.
Παρατηρούμε πως το πρόβλημα για τον Hume είναι ότι η γνώση μας είναι πάντοτε μια επαγωγική γενίκευση της παρελθούσας εμπειρίας που μας οδηγεί σε πιθανολογική μόνο προδρομική μελλοντική πράξη. Το κλασικό παράδειγμα της λευκότητας των κύκνων αναφέρεται αποσπασματικά στην παρελθούσα εμπειρία και αποδείχτηκε αθεμελίωτο, καθώς σήμερα γνωρίζουμε πια ότι υπάρχουν και μαύροι κύκνοι.
Αυτός ο ακραίος σκεπτικισμός του Hume αφύπνισε τον Καντ και τον έκανε να στραφεί εναντίον των σκεπτικιστών, των «πνευματικών νομάδων, που μισούν κάθε μόνιμη εγκατάσταση».
Βέβαια ο σκεπτικισμός ξεπερνιέται μόνο πρακτικά. Και εντέλει παρά την αμφιβολία σχετικά με τη φύση των πραγμάτων, το μέγιστο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι η πραγματιστική υπεράσπιση της επιστήμης, ώστε να αποκομίζουμε πρακτική ωφέλεια από τις καλά θεμελιωμένες εμπειρικές συνήθειες. Μια ωφέλεια που εξασφαλίζει την επιβίωσή μας.