ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΜΟΡΑΒΙΑ
Οι αδιάφοροι
Ένας μελαγχολικός και αμείλικτος αφηγητής της παρακμής των ηθών και των σχέσεων της σύγχρονης αστικής τάξης…
- Απροκάλυπτος και απερίφραστος ρεαλισμός
- Διαλυτική αποτύπωση της ψυχολογικής λεπτομέρειας των χαρακτήρων
- Ηθικά αδιέξοδα, βασανιστικά διλήμματα, ζοφερό φόντο
« Να φύγει, να χαθεί, να διαλυθεί μέσα στον κόσμο, να σκορπίσει στον άνεμο…»
« Έμεινε ασάλευτος, αμίλητος. Ξανάβλεπε τη ζωή του, τα πρόσωπα γύρω του, ηλίθιες μικροσκοπικές φιγούρες, χαμένες χωρίς ελπίδα μέσα στην πλατειά ζωή…»
« Αυτά τα πρόσωπα, εκεί, κάτω από το λευκό απογευματινό φως, την τρομάζανε. Ήταν τα μικρόψυχα και ρηχά πρόσωπα της ζωής της : να μη βλέπω τίποτα πια…»
« Ήτανε εκεί και οι τρεις τους, στο σκοτάδι, ακίνητοι, κάθε τράνταγμα του αυτοκινήτου τους έκανε να πέφτουνε ο ένας πάνω στον άλλο σαν άψυχα νευρόσπαστα. Τίποτα δεν του φαινότανε πιο αγχώδες από το να τους βλέπει τόσο μακρινούς, ξεκομμένους, αγιάτρευτα μόνους…»
« Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, σκέφτηκε, ξέρουνε πού πάνε και τι θέλουνε, έχουνε ένα σκοπό, χαίρονται, λυπούνται, υποφέρουνε, βιάζονται, ζούνε, εγώ…εγώ τίποτα… κανένας σκοπός… όταν δεν περπατάω κάθομαι : το ίδιο μου κάνει. Και η αηδία που είχε για τον εαυτό του μεγάλωνε. Ναι, έτσι ήτανε πάντα, αργόσχολος, αδιάφορος. Αυτός ο βρεγμένος δρόμος ήτανε η ίδια του η ζωή, που την περνούσε δίχως πίστη και δίχως ενθουσιασμό…»
« Της φαινότανε πως το σκοτάδι που γέμιζε τα μάτια της είχε βρει έναν τρόπο να φτάσει ως την ψυχή της…»
« Θα’θελε να κλάψει. Ο δρυμός της ζωής τον έζωνε απ’ όλες τις μεριές, δασύς, αδιάβατος. Κανένα φως δεν έλαμπε κάπου μακριά : Αδύνατο !»
« Όλα ήταν γεμάτα από μια μοίρα σκληρή, ανεξερεύνητη, που ενεργούσε αυτόματα. Μα δεν αντιδρούσε…»