ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
- Συνδέεται κυρίως με το χώρο.
- Προχωρεί ( παραγωγικά ) από εικόνες γενικές σε άλλες περισσότερο λεπτομερειακές.
- Η οργάνωση της περιγραφής εξαρτάται από τη θέση που έχει αυτός που περιγράφει μέσα στο χώρο, αν στέκεται ή αν κινείται. Αν στέκεται, η περιγραφή του εξαρτάται από το σημείο από το οποίο βλέπει το χώρο. Αν κινείται, η περιγραφή μπορεί να είναι: κίνηση προς ένα τέρμα, από μακριά – κοντά, από κάτω προς τα επάνω ή αντίστροφα, καθώς και κίνηση παράλληλη προς το χώρο που περιγράφεται.
- Τα επίθετα κάνουν πιο παραστατικές και ζωντανές τις εικόνες.
- Τα συνδετικά ρήματα χρησιμοποιούνται συχνά στην περιγραφή, επειδή με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να προβάλουμε την ιδιότητα αυτού που περιγράφουμε, η οποία αποτελεί συγχρόνως και νέα πληροφορία.
- Η σαφήνεια και η ακρίβεια δίνει μια καθαρή εικόνα του χώρου κι έτσι η περιγραφή γίνεται παραστατική. Η περιγραφή για να είναι ακριβής και σαφής, πρέπει να περιλαμβάνει τις κατάλληλες λεπτομέρειες, ώστε να παρέχει επαρκείς πληροφορίες για το αντικείμενο. Ακόμη βοηθάει και η επιλογή των κατάλληλων λέξεων και φράσεων που αποδίδουν με τη μεγαλύτερη πιστότητα τα γνωρίσματα του αντικειμένου. Προσοχή ! Η επιλογή λέξεων εξαρτάται από το είδος του κειμένου και το σκοπό της περιγραφής.
- Όταν κάποιος περιγράφει, παρατηρεί προσεκτικά το περιβάλλον του με τη βοήθεια και των πέντε αισθήσεων. Επιλέγει τα στοιχεία που θα τονίσει ανάλογα με την προσωπικότητά του, την «οπτική του γωνία»( η περιγραφή είναι ως ένα βαθμό αφαιρετική).Τέλος, κάθε περιγραφή είναι ένα έμμεσο σχόλιο όχι μόνο για το αντικείμενο αλλά και για το υποκείμενό της.
Υπάρχουν πολλά είδη περιγραφής
( χώρων, προσώπων, αντικειμένων, φαινομένων…). Εξάλλου, περιγραφικά κείμενα συναντάμε στη λογοτεχνία, σε τουριστικούς οδηγούς, στον προφορικό & γραπτό λόγο της καθημερινής ζωής…)
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ: Ο Ταΰγετος
« Δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα υπήρχε βουνό με τέτοιο χαρακτήρα, τέτοια ατομικότητα… Ο Ταΰγετος σηκώνεται ανεμπόδιστος, ίσιος, ωραίος και δυνατός –με μια περήφανη ανάταση-ίσαμε το ύψος των χιονοσκέπαστων κορυφών του. Καθώς εμφανίζεται έτσι, δε δίνει μόνο μια εντύπωση μεγαλείου, αλλά και μια βαθιά συγκίνηση… Καθώς υψώνεται θεόρατος και δυνατός, φαντάζει σαν μια έμψυχη παρουσία, σαν να είναι ο τιτανικός φρουρός της πεδιάδας… Τώρα αισθάνομαι ότι οι Σπαρτιάτες «άφησαν» ως μνημείο τους τον Ταΰγετο γιατί, εμπνεόμενοι από την περήφανη παρουσία του, ύψωσαν την ψυχή τους ίσαμε την ψηλότερη κορφή του κι έγιναν ένα μ’ αυτόν…».
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ: Η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου
« Μια θανατερή ακινησία απλώνεται στη βουρκωμένη αυτή επιφάνεια, κάνοντάς την να μοιάζει με παλιό καθρέφτη που τον θόλωσε ο καιρός. Οι σιλουέτες μοναχικών ψαράδων, που ψαρεύουν με τα πόδια ως το γόνατα μέσα στα νερά, έχουν κάτι το φανταστικό, έτσι που ξεκόβονται πάνω στην υδάτινη απεραντοσύνη. Πότε, πότε μια άβαθη σχεδία γλιστράει αργά με την ώθηση που της δίνει κάθε λίγο ο βαρκάρης μ’ ένα μακρύ κοντάρι που το στηρίζει στο βουρκωμένο βυθό των νερών…Την ώρα που βασιλεύει ο ήλιος η απέραντη λιμνοθάλασσα γίνεται οπάλινη και μαγεμένη. Οι λοξές αχτίνες του ήλιου γεμίζουν με εξαίσιες ιριδώσεις τη γυαλιστερή επιφάνεια των νερών. Το θέαμα έχει μια λαμπρότητα, που η απέραντη και οριστική σιωπή των νερών της δίνει κάτι το υπερκόσμιο…».
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Εγγλέζικα ακρογιάλια
« Αγγίζουμε πια στις αχτές της Αγγλίας…Η μέρα είναι γλυκιά, διάφανη ομίχλη σούρνεται απάνω από τις πέτρες κι από το χορτάρι. Αχνίζει ζεσταμένο στον αδύναμο ήλιο, ανάμεσα στις γκρίζες κρύες θάλασσες, το σώμα της Αγγλίας…
Καταχτητές και καταχτημένοι παλεύουν, σμίγουν, δημιουργούν τη Μεγάλη Βρετανία. Οι Σάξονες δίνουν τα χοντρά χωριάτικά τους στοιχεία: έχουν κοινό σίγουρο νου, είναι πεισματάρηδες, ματεριαλιστές, φαγάδες, πιοτήδες κι αγαπούν την ατομική ελευθερία… Οι Κέλτες δίνουν την ποίηση, την αγάπη για τη μουσική, για το χορό, για το τραγούδι. Μεθούν από την ομορφιά, χάνονται στην ονειροπόληση… Οι Βίκιγκ, οι Δανοί, δίνουν την αγάπη στη θάλασσα, την ανησυχία, τον έρωτα της περιπέτειας. Δεν μπορούν αυτοί να χωρέσουν στα σπίτια. Κοιτάζουν πέρα το ουρανοθάλασσο και μπαίνουν στα καράβια τους να δουν κι ας χαθουν, να γνωρίσουν, να ανακαλύψουν…Κι οι Νορμανδοί δίνουν την οργάνωση, την πειθαρχία, την τάξη. Εραστές της λογικής, μισούν και φοβούνται το αόριστο, το ακαθόριστο, το ανείπωτο…
Κάθε καινούριο χώμα που πατούμε μπορεί και πρέπει να γίνει αφορμή να πλατύνει η ψυχή μας. Έχει κι η ψυχή τις ιμπεριαλιστικές της λαχτάρες, δεν μπορεί ούτε και πρέπει να ζει χωρίς να καταχτά, αδερφή κι αυτή των μεγάλων κονκισταδόρων…».
ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ: Ροδιά
« Οι ροδιές… Πρέπει να δείτε τις ροδιές. Είναι τα πιο όμορφα πλάσματα της ελληνικής εξοχής. Η φυλλωσιά τους έχει τόσο άφθονο το πράσινο φως, που γεμίζει τρυφεράδα το τοπίο. Τα λουλούδια τους είναι εξαίσια σύνθεση ενός ειδικού κόκκινου με το τρυφερό πράσινο της ροδιάς. Τα ρόδια κρέμονται χοντρά, στρογγυλά, τσιτωμένα…Τα λυγερά κλωνιά λυγάνε από τον καρπό. Μερικά ρόδια σκάνε από το ασυγκράτητο σφρίγος τους. Σκάνε ψηλά σαν ειρηνικές χειροβομβίδες και σε ραντίζουν με τους τριανταφυλλιούς σπόρους τους, που αστράφτουν στον ήλιο. Σαν να σου ρίχνουν κατακέφαλα μια φούχτα ρουμπίνια…».
– Βρείτε μια επιστημονική περιγραφή της ροδιάς ( από βιβλίο βιολογίας ή εγκυκλοπαίδεια). Ποιες διαφορές παρατηρείτε στη γλώσσα & στο ύφος;
ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ: Τα αγριολούλουδα και οι εποχές
« Την άνοιξη τα φυτά ξεμυτίζουν από την ψυχρή ακόμη γη. Η ανεμώνη, κέντημα στο καταπράσινο χαλί, μας μηνάει τον ερχομό της πιο όμορφης εποχής. Το αναρριχώμενο αγιόκλημα μοσχοβολάει στους φράχτες την Πρωτομαγιά. Το χαμομήλι δίνει σεμνή χαρά στα μάτια, στην ψυχή μας.
Όταν η αγριοτριανταφυλλιά έχει πανηγύρι και η παπαρούνα με τα κόκκινα άνθη της στολίζει το πράσινο χωράφι, ξέρουμε πια πως το καλοκαίρι έφτασε. Τότε το ηλιοτρόπιο ξεπετάει ψηλόλιγνο το βλαστό του και στρέφει το άνθος του προς τη μεριά του ήλιου…
Αν είναι τα μάτια ανοιχτά για το ωραίο και η ψυχή μας για το ταπεινό, θα ανακαλύψουμε το φθινόπωρο από το κυκλάμινο, που κρύβεται κάτω από τους θάμνους.
Και το χειμώνα ; Τότε η γη φυλάγει στα σπλάχνα της τους σπόρους. Θα γίνουν φυτά την άνοιξη πάλι, με ένα χρώμα καταπράσινο…».
– Βρείτε αρχαίους ελληνικούς μύθους για ονομασίες φυτών.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
- « Η κυρία Γκραντέ ήταν γυναίκα αδύνατη, κίτρινη σαν κυδώνι, αργή κι αδέξια, μια από κείνες τις γυναίκες που μοιάζουν καμωμένες για να τυραγνιούνται. Χοντροκόκαλη, με χοντρή μύτη, μεγάλο μέτωπο, μεγάλα μάτια, έδειχνε με την πρώτη ματιά κάποιαν ομοιότητα με κάτι χνουδωτά φρούτα, που δεν έχουν πια ούτε γεύση ούτε ζουμί…». Ονoρέ ντε Μπαλζάκ: « Ευγενία Γκραντέ»
- « Ο Μορφονιός είναι κοντός με πελώριο κεφάλι και τεράστια μύτη. Επιπλέον είναι πολύ κομψευόμενος. Η φωνή του έρρινη & μακρόσυρτη. Ο χαρακτήρας του όχι και τόσο σαφής. Είναι μαμόθρεφτος και συνάμα ερωτύλος. Επίσης είναι πολύ φαντασμένος. Νομίζει τον εαυτό του ιδιαίτερα ωραίο και με κανένα τρόπο δεν μπορεί να καταλάβει την αλήθεια. Γενικά έχει μεγάλη άγνοια της πραγματικότητας». Γ. Ιωάννου: « Ο Καραγκιόζης, τ.Α’»
- Χρησιμοποιώντας το λεξιλόγιο της περιγραφής, που σας δόθηκε, να περιγράψετε ένα πρόσωπο πραγματικό ή φανταστικό που εσείς επιλέξατε.
- Να περιγράψετε κάποιο συμμαθητή/τριά σας, συσχετίζοντας τα εξωτερικά γνωρίσματα με το χαρακτήρα του/της. Έπειτα να διαβάσετε την περιγραφή στην τάξη. Οι συμμαθητές να προσπαθήσουν να ταυτίσουν την περιγραφή με το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται.
- Να βρείτε αποσπάσματα περιγραφής ατόμων από τη λογοτεχνία.
- « Ο παππούς μου ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας, γεμάτος υγεία, παρ’ όλα τα εβδομήντα του χρόνια. Στα γαλανά του μάτια βασίλευε παιδική αγαθότητα και στα χείλη του έλαμπε- άμα γελούσε- η καλοσύνη του κόσμου. Το μόνο σημάδι από τη δύσκολη ζωή του ήταν βαθιές χαρακιές στο πρόσωπό του. Είχε μια απερίγραπτη ευαισθησία στο ντύσιμό του και ποτέ δε θυμούμαι να τον είδα αφρόντιστο όλα τα καλοκαίρια που ζούσαμε κι εμείς στο κτήμα. Δεν ήξερε διόλου γράμματα, γι’ αυτό τον βοηθούσε στους λογαριασμούς του η πιστή του συντρόφισσα, η γιαγιά μου. Φαίνεται πως όλες οι γιαγιάδες είναι τρυφερά πλάσματα,αλλά η δική μου ήταν το πιο γλυκό και το πιο ήμερο πρόσωπο μέσα σ’ όλες τις γιαγιάδες του κόσμου. Πέρασε μαζί με τον παππού όλες τις πίκρες και τις δυσκολίες της ζωής, είδε πλάι του ν’ ανασταίνονται από χρόνο σε χρόνο τα παιδιά, τα εγγόνια, τα δέντρα, τα κλήματα. Ένα μεγάλο μέρος από το έργο τούτο ήταν το έργο της…». Ηλίας Βενέζης: « Αιολική Γη»
- « Η αδερφή αυτή ήταν το αγγελικό σκιάχτρο του σπιτιού. Ψηλή, κοκκαλιάρα, μ’ ένα ξερό, τσιτωμένο δέρμα. Ήλιος δεν την έβλεπε. Και τι να την κάνει ο ήλιος; Για να της δείχνει την αλήθεια; Για παντρειά δε μπορούσε πια να γίνει λόγος, ακόμα κι αν χανόντουσαν όλα τα κορίτσια της γης. Κουμαντάριζε, κεισμένη στα τέσσερα ντουβάρια, ολόκληρο το σπίτι. Όλη της η χαρά ήταν να πλένει, να βουρτσίζει το μονάκριβο αδερφό, να του ετοιμάζει το φαϊ του και να πλέκει αμίλητη. Το φυλλοκάρδι της ήταν εκείνος ο αδερφός. Εκείνη τον μεγάλωσε, εκείνη τον έστειλε στο σκολειό, εκείνη του στάθηκε ο πατέρας, η μάνα, το συγγενολόι του… Σαν έφυγε σήμερα ο αδερφός για το σκολειό, άφησε έναν ξερό παραπονιάρικο αναστεναγμό και έπιασε με βιασύνη τις δουλειές του σπιτιού. Και σήμερα έτσι θα περνούσε η μέρα, ξέθωρη, σαν το αλέτρι στην ίδια πάντα αυλακιά…».
Μενέλαος Λουντέμης: « Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα»
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗΣ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Μάτια γλυκά και εκφραστικά, αμυγδαλωτά, θλιμμένα
Βλέμμα απλανές, αυστηρό, βλοσυρό, άγριο, ανήσυχο, αμήχανο, ένοχο, αθώο
Χείλη σαρκώδη, λεπτά, σφιγμένα Χαμόγελο γοητευτικό, σαγηνευτικό, αδιόρατο, ειρωνικό, σαρκαστικό, ψεύτικο, χαρωπός, χαμογελαστός, αγέλαστος, σκυθρωπός
Πηγούνι θεληματικό
Μαλλιά ίσια, σγουρά, μεταξένια, απαλά, κυματιστά, λυτά
Σώμα : μικρόσωμος, λιπόσαρκος, καχεκτικός, ασθενικός, ψηλόλιγνος, ντελικάτος, ευκίνητος, ευπαρουσίαστος, εύσωμος, υπερτροφικός, μυώδης, καλογυμνασμένο και εύρωστο/ρωμαλέο σώμα
Ντύσιμο απλό, απέριττο, κομψό, καλαίσθητο, πολυτελές, επίσημο, ρακένδυτος, άκομψος, ωραιοπαθής, φιλάρεσκος, ατημέλητος, αποκρουστικός, εξεζητημένος
Βάδισμα γοργό, ζωηρό, χορευτικό, αργό, συρτό, τρίκλισμα
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Έξυπνος/ ευφυής/ εύστροφος/ οξυδερκής, φιλομαθής
Έντιμος,αξιοπρεπής, καλοσυνάτος, υπεύθυνος, φιλαλήθης
Κοινωνικός, εξωστρεφής, φιλικός, συνεργάσιμος
Αισιόδοξος, με θάρρος, υπομονή και επιμονή, αγωνιστική διάθεση
Πώς λέγεται αυτός με υπερβολικό εγωισμό & υπερηφάνεια;
Πώς λέγεται αυτός που κλαίει συνεχώς τη μοίρα του;
Πώς λέγεται αυτός που δεν έχει ηθικούς φραγμούς;
Πώς λέγεται αυτός που νοιάζεται υπερβολικά για την εξωτερική του εμφάνιση;
Πώς λέγεται αυτός που αποφεύγει τη δουλειά, το μόχθο;
Πώς λέγεται αυτός που παραιτείται εύκολα και συμβιβάζεται;
Πώς λέγεται αυτός που μιλάει πολύ αλλά τα λόγια του είναι ανούσια;
«…Δεν είναι το κανονικό παιδί, τ’ αγοράκι των εφτά χρονών…
Είναι ένα πλασματάκι μ’ ελαττωματική διάπλαση, ρουφηγμένο από μέσα, στερημένο, ολοφάνερα λειψό στο ζύγι. Ένα κεφαλάκι χωμένο σαν περίτρομο μέσα στους στενούς ώμους, δυο ποδαράκια λιωμένα, σκελετωμένα, μια ματιά υποταγμένη, άφεγγη, δειλιασμένη, που θέλει όμως να ζήσει, να μη σβήσει και πεταρίζει γύρω ανήσυχη…»
Συνεχίστε την ιστορία αξιοποιώντας την παραπάνω περιγραφή
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΤΙΣΜΑΤΟΣ
Ένας ξενώνας στην Πίνδο
Στο ψηλότερο σημείο της πλαγιάς μας περίμενε ένα θέαμα απίστευτο. Μπροστά μας υψωνόταν ένα ογκώδες πέτρινο οίκημα, φωταγωγημένο και στολισμένο γιορτινά. Βρισκόμασταν στην είσοδο του παραδοσιακού ξενώνα για τον οποίο τόσα είχαμε ακούσει. Ανοίγοντας τη βαριά ξύλινη εξώπορτα, βρεθήκαμε στην κεντρική αίθουσα με τη θαυμάσια επίπλωση και το εξαιρετικό πλακόστρωτο δάπεδο. Εδώ ο επισκέπτης βρίσκει ένα ζεστό και φιλόξενο χώρο για φαγητό. Την ευχάριστη όψη του χώρου συμπλήρωναν το πετρόκτιστο τζάκι και τα μεγάλα παράθυρα, που επέτρεπαν στο φως να φτάνει και στην πιο μακρινή γωνιά. Μια εσωτερική πέτρινη σκάλα οδηγούσε στα δωμάτια του πάνω ορόφου. Καθένα από τα δωμάτια αυτά ήταν λιτό, αλλά ευρύχωρο και όμορφα επιπλωμένο: το κρεβάτι στο κέντρο και ένα μικρό καθιστικό μπροστά στο παράθυρο. Το πιο εντυπωσιακό όμως ήταν οι κομψές προθήκες που φιλοξενούσαν παλιά αντικείμενα λαϊκής τέχνης. Από το παράθυρο η θέα ήταν μαγευτική και μας έκοψε την ανάσα. Η πλαγιά ήταν κατάφυτη και στο βάθος υψώνονταν επιβλητικά τα άγρια βουνά της Πίνδου…
Ένα παλιό αρχοντικό
Το παλιό αυτό αρχοντικό βρίσκεται στην είσοδο του χωριού μετά από μια γέφυρα. Σπρώχνοντας μια ρημαδιασμένη πόρτα, βρίσκομαι μέσα σε μια μικρή αυλή, πλακόστρωτη και ασβεστωμένη. Μοβ λουλούδια κρέμονται από ένα υποβάσταγμα κληματαριάς κι από κάτω όλη η αυλή είναι αρωματισμένη…Στο εσωτερικό τα ταβάνια είναι σκαλισμένα και το τζάκι καταστόλιστο με πολύχρωμα γυαλιά. Σε ένα σκονισμένο ράφι ξεθωριάζουν ακόμα μερικά παλιά βιβλία…
Το ακατοίκητο σπίτι
Για πολλά χρόνια το σπίτι εκείνο, το σπίτι φάντασμα των παιδικών μου χρόνων, δεν κατοικούνταν. Δεν έχανα όμως ευκαιρία να το επισκέπτομαι , με κάποιο φόβο κάθε φορά που δεν μπορούσα να εξηγήσω…Το σπίτι είχε δύο ορόφους και αυλή στρωμένη με πλάκες. Οι τοίχοι ήταν μεγάλου πάχους και ύψους. Τα παράθυρα ήταν φραγμένα με κάγκελα και τα παντζούρια είχαν σχεδόν σαπίσει..
- Ολοκληρώστε την παράγραφο: Στο μικρό παραμυθένιο σπίτι του δάσους…
- Συνεχίστε την περιγραφή: Σαν βγαλμένο από παραμύθι, το κάστρο καλεί τον επισκέπτη, πρόθυμο να του διηγηθεί τη μακρά ιστορία του…
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ: Το περιβόλι μας
Είναι από τα πιο ευχάριστα και ωφέλιμα πράγματα να περνά κανείς λίγες ώρες κάθε μέρα μέσα σ’ ένα περιβόλι. Στο ελεύθερο κι ανοιχτό αυτό κομμάτι της φύσης, κάτω από τον απέραντο ουρανό, αναπνέει την πνοή της φύσης, κατανοεί τις δυνάμεις της και θυμάται πως ένα μικρό της μόριο είναι κι αυτός, ο μεγάλος και περήφανος.
Τέσσερις εποχές ο χρόνος, τέσσερις μορφές ξεχωριστές το περιβόλι μας.
Το καλοκαίρι το αφήναμε κατάξερο. Λίγα φύλλα στα δέντρα, λίγα λουλούδια στα χαμόδεντρα. Το χώμα φρυγμένο από τις φλογερές ακτίνες του ήλιου. Έντομα και ερπετά πολύχρωμα και πολύμορφα, έτρεχαν ανάμεσα στα φύλλα, πετούσαν, έτριζαν, βομβούσαν. Οι ροδακινιές ήταν φορτωμένες από τα χνουδωτά ροδάκινα, οι αχλαδιές από τα κεχριμπαρένια αχλάδια, τα κλήματα από τα κέρινα σταφύλια. Καρπός, δηλαδή, μόνο. Και τα φύλλα όλα σχεδόν ξερά κι οι βλαστοί ολοένα σπάνιοι…
Και όμως ο σπόρος της νέας ζωής κρυμμένος κάτω από το χώμα, περίμενε… Α, οι πρώτες βροχές του φθινοπώρου, ζωογονούσαν το σπόρο κι όλο το περιβόλι σκεπαζόταν από αραιή πρασινάδα κι από μικροσκοπικά βλαστάρια. Το περιβόλι μας λουζόταν με χαρά κι ανάσαινε κι έλαμπε ύστερα στον ήλιο με τα μισοκιτρινισμένα υγρά του φύλλα, σα να ήθελε να μας υποδεχτεί με στολή καθάρια, που γυρίζαμε τότε από την εξοχή.
Χειμώνας! Στο περιβόλι μας έβλεπες μια αφθονία από κλώνους γυμνούς, ο άνεμος λύγιζε ως κάτω τις κορφές των κυπαρισσιών κι η φοινικιά κινούσε τους κλώνους της σαν χέρια δαιμονισμένου. Οι σπουργίτες και οι καλόγιαννοι κατέβαιναν πεινασμένοι να σκαλίσουν το χώμα. Και κρύα και πάγοι, κάπου κάπου και χιόνια. Η φύση, έλεγες, κοιμόταν. Κι όμως, η εργασία της εξακολουθούσε ολοένα μυστική. Η ζωή διατηρούνταν όπως η σπίθα, η κρυμμένη στη στάχτη… Για να ξεπεταχτούν οι βλαστοί περίμεναν το πρώτο χαμόγελο της άνοιξης.
Άνοιξη! Η νιότη του χρόνου! ……………………………………………………………………….
ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ: Τοπίο
Η έρημη κοιλάδα από πολλήν ώρα περίμενε το φεγγάρι. Να’ ρθει να γεμίσει τη μοναξιά της.
Ήταν μια κοιλάδα στενόμακρη και σπανή, κατοικημένη από ίσκιους χωρίς έκφραση, που σάλευαν μονότονα και νωθρά… Από τη μια κι από την άλλη έκλειναν τον ορίζοντα δυο αράδες σκυφτά χαμοβούνια. Σαν γιγάντια προκατακλυσμικά πρόβατα, που πέτρωσαν κι απόμειναν εκεί μαρμαρωμένα…Κάποτε θα έτρεχε εδώ νερό. Μπορεί κιόλας να φύτρωνε πλάι στο ρέμα τρυφερή χλόη. Τώρα δεν απόμειναν παρά ένα στρώμα γαλαζωπά χαλίκια, που είχανε ξεχάσει πια το δροσερό χάδι που τα στρογγύλευε χρόνια.
Έτσι, όλα περίμεναν από πολλή ώρα το φεγγάρι. Και το φεγγάρι ήρθε. Στην άρχή ψήλωσε το χρυσό φρύδι του πίσ’ από το χαμοβούνι, ν’ αγναντέψει τι γίνεται. Κατόπι σιγά σιγά σερνάμενο, ανέβηκε στη ράχη. Στάθηκε μια στιγμή ακουμπισμένο εκεί, κατόπι αψήλωσε ανάλαφρα και σηκώθηκε μετέωρο, λαμπρό. Όσο αψήλωνε, κυνηγούσε τους ίσκιους, που ζωντάνεψαν κι έφυγαν τρομαγμένοι. Στο τέλος η κοιλάδα γιόμισε φεγγάρι. Το κρύο φως έτρεχε από παντού, καταρράχτης από σιωπή. Έτσι σκέπασε κάτω από το χρυσό φως του το στενό κάμπο, τα αδειανά φαράγγια, τις οξυές και τις λίγες ατροφικές πιπεριές που είχανε κρεμασμένα τα μαλλιά τους στο μάκρος της σιδηροδρομικής γραμμής.
Αυτές οι ράγες, δίδυμη μονοτονία, βγαίνανε πίσω από το πρώτο χαμοβούνι. Σέρνονταν σ’ όλο το μάκρος μέσα στην κοιλάδα, ώσπου πήγαιναν και χάνονταν μέσα στο μαύρο στόμα του τούνελ που τις κατάπινε. Πήγαιναν ολοένα μαζί, ζευγαρωμένες η μία πλάι στην άλλη, πλάι στην ίδια απόσταση.
Ξαφνικά μια βίαιη ταραραχή έσεισε τον ακίνητο αέρα. Ένα βουερό κύμα από ήχο ερχόταν από μακρυά. Ένα ρίγος πέρασε πάνω από τις σιδερένιες ράγες και τότες όρμησε πίσω από το χαμοβούνι το τρένο. Χίμηξε μέσα στην κοιλάδα, ασυγκράτητο τέρας. Πιλαλούσε αγκομαχώντας πάνω στο σιδερένιο του δρόμο. Ήταν ένας δράκοντας που έφτυνε βραστό σάλιο. Η κοιλάδα συνταράχτηκε από τον αχό και τον αντίλαλο… Όμως εκεί στην άκρη ήταν πάντα διάπλατα ανοιχτό το μαύρο στόμα του τούνελ. Αυτό, σιωπηλό και σκοτεινό, δεν περίμενε τίποτα άλλο, παρά το τρένο. Το ρούφηξε, το κατάπιε και πάει…
Αυτό. Κατόπι τα πάντα ξαναβούλιαξαν στη σιωπή και την ακινησία τους. Όλοι οι αχοί κατάκατσαν, όλες οι ελπίδες έσβησαν… Ο ύπνος κάθισε πάνω σε όλα. Βαρύς, ακίνητος, σαν αρρώστια που ναρκώνει και μαραζώνει.
Τα δέντρα ονειρεύτηκαν πως η γη ξαμόλυσε τα δεσμά τους. Ανασάλεψαν, λέει, οι φυλλωσιές τους, έγιναν πλατιές φτερούγες πράσινες, γεμάτες δύναμη και θέληση. Κινήθηκαν τάχα κι ανασηκώθηκαν μέσα στο φως, ξελευτερωμένα από τα δεσμά της γης. Έτσι υψώθηκαν χαρούμενα μέσα στο ελεύθερο, γαλάζιο διάστημα, σηκώθηκαν και φύγανε από την άρρωστη κοιλάδα του φεγγαριού… Πετούσαν από δω κι από κει, ορμητικά, ερωτικά, ανήσυχα. Πετούσαν πασίχαρα, αδέσμευτα, κι ήταν μόνο το θεϊκό φύσημα της λευτεριάς που τα κυβερνούσε.
( Ποιος δεν έχει ονειρευτεί ένα ζευγάρι αλλοτινές φτερούγες που σιγά σιγά έγιναν ρίζες και σκοινιά. Ρίζες και σκοινιά…).
Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΟΡΓΑΝΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΑΞΟΝΑ ΤΟΝ ΤΟΠΟ/ΧΩΡ0
Ας παίξουμε, λοιπόν, με τους τόπους!!!
Τόπος άγονος, άδεντρος, άνυδρος, ανήλιαγος, απρόσιτος/απροσπέλαστος, δύσβατος, απόμερος, ακατοίκητος, κακοτράχαλος, ορεινός.
Καρπερός/εύφορος, καλλιεργήσιμος, πλούσιος, κατάφυτος, φιλόξενος.
Ρήματα: κατοικώ/διαμένω, εγκαθίσταμαι, ξεκινώ/αναχωρώ, ταξιδεύω/περιηγούμαι/επισκέπτομαι/περιπλανιέμαι, διασχίζω, κατευθύνομαι, αλλάζω πορεία, αγκυροβολώ/αράζω, φτάνω.
Συνέχισε την παρακάτω παράγραφο :
Προς τη θάλασσα, το έδαφος γίνεται απόκρημνο. Είναι μια διαδοχή από άβατες, σχεδόν κάθετες πλαγιές και από σκισμάδες βράχων που κρύβουν σπήλαια απλησίαστα……………………………………………………..
Τι σημαίνουν οι εκφράσεις;
Ν’ αποφεύγεις τις κακοτοπιές.
Δώσε τόπο στην οργή.
Η συμβουλή σου έπιασε τόπο.
Είναι εκτός τόπου και χρόνου.
Μου φάνηκε βουνό.
Τα έκανες θάλασσα!
Τόπο στα νιάτα!
Είναι κοινός τόπος αυτά που προτείνει (κοινότοπα).
Παντελής Πρεβελάκης: Ο χριστιανός ζωγράφος
Να ζωγραφίσεις μιαν εκκλησιά ή ένα εικόνισμα μονάχα, είναι τέχνη ιερή, όχι τέχνη σαν τις άλλες. Ο χριστιανός ζωγράφος δεν ξεχωρίζει από τον καλόγερο, κι ας ζει μέσα στις πολιτείες, κι ας έχει πάρε δώσε με τον κόσμο. Προσευχή είναι κι αυτουνού η δουλειά, μόνο που αντί να να μουρμουρίζει τα λόγια του, τα ζωγραφίζει. Πρέπει το λοιπόν να ‘χει αγνή καρδιά, γλώσσα αμόλευτη από αισχρά, χέρια παστρικά…Η ψυχή του πρέπει να είναι καθαρή σαν το κρούσταλλο, και τότε μόνο θα πέσει πάνω του η θεία χάρη και θα κατέβει από το κοντύλι του η άγια εικόνα…
- Σε τι διαφέρει ο χριστιανός ζωγράφος από τους άλλους ζωγράφους;
- Γιατί η δουλειά του είναι « σαν την προσευχή»;
- Να βρείτε εκκλησίες του Ρεθύμνου γνωστές για την εικονογράφησή τους.
- Να γράψετε τα σημαντικότερα έργα του Παντελή Πρεβελάκη.